δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
προσφυγή — η, ΝΜΑ [προσφεύγω] καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας νεοελλ. 1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο… … Dictionary of Greek
εισαγγελέας — και εισαγγελεύς, ο, η (AM εἰσαγγελεύς, ο) νεοελλ. λειτουργός της δικαιοσύνης με κύρια καθήκοντα την άσκηση ποινικής δίωξης, τη διεύθυνση τής προδικασίας, την εκτέλεση τών αποφάσεων τών ποινικών δικαστηρίων, την επιτήρηση τών δικαστηρίων και τών… … Dictionary of Greek
προδικασία — η, ΝΜΑ [προδικάζω] το σύνολο τών ενεργειών τών δικαστικών αρχών που γίνονται πριν από την τελική δίκη, περιλαμβάνουν όλες τις ανακριτικές πράξεις και αποβλέπουν στη συλλογή τών αποδείξεων για τη βεβαίωση ενός αδικήματος αρχ. οι προκαταρκτικές… … Dictionary of Greek
προσωρινός — και διαλ. τ. προσερινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που υπάρχει ή διαρκεί για λίγο μόνο χρόνο, πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος («προσωρινή εγκατάσταση») 2. (πολ. δικ.) αυτός που εκτελείται πρόσκαιρα έως ότου ρυθμιστεί οριστικά 3. φρ. α) «προσωρινή εκτέλεση» (πολ … Dictionary of Greek
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek
συμβούλιο — το / συμβούλιον, ΝΜΑ [σύμβουλος] σύνοδος για σύσκεψη, για ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων (α. «δεν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις τού συμβουλίου» β. «ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῑοι συμβούλιον ἔλαβον», ΚΔ γ. «μεστὰ μὲν ἦν τὰ συμπόσια τοῡ βασιλέως,… … Dictionary of Greek
Δικαστικό Συμβούλιο — Συμβούλιο που λειτουργεί σε κάθε ποινικό δικαστήριο και έχει σημαντικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπάρχουν τα Δ.Σ. των πλημμελειοδικών, των Εφετών και του Αρείου Πάγου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας ως όργανα… … Dictionary of Greek